Monday, March 29, 2010


Πεύκα που σε κούναγε


• Ρε πατέρα θέλω να μου πάρεις ένα άλογο.
• Δυο γαιδούρια δεν σου φτάνουνε;
• Τι λες τώρα, βαρέθηκα να τους μοιράζω άχερο, και να με φιλεύουν γαϊδουροκλωτσιές, θέλω άλογο.
• Τι να το κάνεις ρε μεγαλέξανδρε;
• Να το καβαλάω, να κορδώνουμαι, να κάνω το σπουδαίο όπως ο παπούλης.
• Ποιός παπούλης παιδάκι μου;
• Να μωρέ αυτός με την περικεφαλαία , που δαχτυλοδείχνει εκείνους που δεν φαίνονται.
• Λες να ξέρουν τίποτα;
• Για το άλογο;
• Ποιό άλογο ρε φαντασμένο, αφού είναιτος καβάλα δεν είναι;
• Άλλα λόγια ρε πατέρα και μετά μου λες τα μυαλά μου πήρανε αέρα.
• Έχει δίκιο.
• Ποιός ο παπούλης με την περικεφαλαία;
• Ο αέρας που κουβαλάει η κούτρα σου, ρε δεν πας στο διάτανο!!!
• Δεν φτάνει που κοροϊδεύεις, με διαολοστέλνεις κιόλα;
• Μη κακό σου, και γιατί σε σε κοροϊδεύω λουλοούδι μου;
• Μου τόειπες και τις προάλλες, ΄΄τα μυαλά σου είναι σαν τη γουρουνόφουσκα, όσο είτανε στο γουρούνι είτανε γιομάτη κάτουρα, όταν σου την έδωκα τηνε φούσκωσες αέρα΄΄.
• Άδικο έχω;
• Αμή, εγώ φούσκωσα τη γουρουνόφουσκα, ενώ εσύ τα μυαλά μου.
• Πώς τόειπες ετούτο μάτια μου και δεν το κατάλαβα;
• Να μωρέ πως το λένε, ε ε εσύ μέσπειρες, κουκουνάρι είμαι; κάτω απο την πεύκα έπεσα;
• Να παιδί να μάλαμα, άϊ και να μπορούσα να διάλεγα το σπόρο!!!
• Είιδες πούχω δίκιο;
• Μπράβο λεβέντη μου, και τι θα κάνεις με δαύτο;
• Αμα έχεις το δίκιο με το μέρος σου, κουνάς βουνά. Έτσι δεν λέτε εσείς οι μεγάλοι;
• Ναι, μα για μας, όχι για σας.
• Με δουλεύεις ;
• Σε παιδεύω.
• Τότενες δεν μ αγαπάς.
Ρε πεύκα που σε κούναγε!!!
• Αν μ αγαπάς απόδειξέμου το, πάρμου τ άλογο να παγαίνω στ αραπάνου να σου φέρνω ολόδροσο νερό ,στο άψε σβήσε .
• Ντάξει πουλάκι μου , μα δώσμου λίγο καιρό να το σκεφτώ.
• Δε σου δίνω, ούτε έχω.
• Ταχιά δεν γίνεται, τι θες να κάμω,να το γεννήσω;
• Εσύ ξέρεις, εγώ θέλω άλογο και το θέλω τώρανες ,αλλοιώτικα....
• Αλλοιώτικα;
Σταμάτησε το ξεκουρβούλωμα, κοντοστάθηκε αναποφάσιστος για λίγο,στηρίχτηκε με τα δυό του χέρια στον κασμά, που από το πρωί αδιάκοπα ξεκοίλιαζε τη γή, να βγάλει από τα βάθη της ούλες τις κουρβούλες και τις ρίζες, να την καθαρίσει καλά και έτσι εύφορη και παρθένα που ήτανε να τηνε σπείρει να τηνε καλλιεργήσει, να την ευλογήσει ο Θεός να καρπίσει, για να μπορέσει στους δύσκολους εκείνους καιρούς του μεταπολέμου, να ταΐσει την φαμίλια του, που χρόνο με τον χρόνο αυξανότανε και πληθυνότανε, σύμφωνα με τις επιταγές του Ύψιστου. Κοίτταξε το όλο απαιτήσεις βλαστάρι του, ξεσκουφώθηκε, σκούπισε το καταϊδρωμένο του πρόσωπο με την ανάποδη της παλάμης και της σκούφιας του, τα τσακίρικα μάτια του τρεμοπαίξανε είτε από χαρά είτε από λύπη, ένα πλατύ χαμόγελο στόλισε το κοκαλιάρικο μα όλο γλύκα μακρόστενο πρόσωπό του.
• Για πάγαινε αλογοπαρμένε μου φέρμου μια κουμαρόκλαρα με μεγάλα τρυφερά φύλλα.
• Και θα μου πάρεις ένα βαρβάτο τσίλικο άλογο, έτσι;
• Άειντε μου.
Ήτανε η αγαπημένη του συνήθεια. Άμα δεν μπόραγε να ικανοποιήσει τις όποιες απαιτήσεις μας, προσπάθαγε να κερδάει χρόνο είτε για να μας περιγελάσει και να το ξεχάσουμε,- πως να ξεχάσεις, οι παιδικές απαιτήσεις δεν ξεφυτρώνουνε από το πουθενά, έχουνε βαθειές τις ρίζες μέσα στον παιδικό ψυχόκοσμο,- είτε να το παιδέψει το πράμα, το όχι του δεν το ξέραμε, αν ήτανε το μαντεύαμε ή αν το παρακάναμε, το νοιώθαμε ,άμα οι μπάτσες, βροντάγανε και αστράφτανε στα μάγουλά μας
Τσακίστηκα, χάθηκα μέσα στο πευκόδασος που τόξερα όπως την τρύπια τζέπη μου, αγριάδα, ψίληθρα, φτερίνες, βάτα, λίζβατα, μυρτιές, σκίντα, κουτσουπιές, πουρνάρια , κουμαριές, αγριελιές, αγραπιδιές, πευκοπούλες και ψηλά τόσο ψηλά που σκεπάζανε τον ήλιο και κάνανε το δάσος να φαντάζει μυστηριώδικο, οι πεύκες, άλλες χοντρές με μεγάλες κλάρες γεμάτες κουκουνάρες και άλλες ψιλόλιγνες που κοντεύανε να φτάσουνε στα σύννεφα, άσε από πουλιά και αγρίμια. Πολλές φορές ξεχνιόμαστε σε κείνον τον κατάδικό μας φυσικό παραδεισένιο παιδόκοσμο, τρέχαμε, παίζαμε, κρυβόμαστε, σκαρφαλώναμε είτε αγκαλιάζοντας τον κορμό, είτε ακολουθώντας τον κισό που τις σφιχταγκάλιαζε, είτε ρίχνοντας τριχιές στις χαμηλές κλάρες. Άλλοτε ξαπλώναμε ανέμελοι στην παχειά καφεκίτρινη φυλλωσιά που χρόνο με το χρόνο ανέβαινε και γινότανε πιό αφράτη, ξαπλώναμε κατάχαμα κρατάγαμε την ανάσα μας κι αγκρουμαζόμαστε τη ζωή του δάσους. ...........
Εδέησα να του φέρω την κουμαριά με κανα δύο γλυκά σαν μέλι κούμαρα……όσα απομείνανε, αφού έφαγα όσα μπόραγα ,έτσι για να μου περάσει η λιγούρα δηλαδή, το κατάλβε , γιατι....
• Φάτα και τούτα εμένανε δεν μαρέσουνε.
Διάλεξε από τα πιό μαλακά και πιό μεγάλα κουμαρόφυλλα τα δίπλωσε μέχρι να μισοσπάσουνε χωρίς να κοπούνε στα δυο, καβάλησε τον κορμό της κομμένης πεύκας που περίμενε το ξύλεμα, με ανέβασε και μένανε στο... άλογο, όπως το ονομάτισε και συμβολικά πρόσταξε, ΄΄άιντε καβαλάρη του ονείρου, κρατήσου καλά΄΄ και μούδειξε δυό τσούμπια απομεινάρια από σπασμένες κλάρες, ΄΄εγώ θα παίζω μουσική και συ θα τραγουδάς, θα τρέχεις και θα χορεύεις με το γκριζοκόκκινο κουτσουροάλογό σου΄΄. Έβαλε το κουμαρόφυλο στα χείλη του το ζύγιαξε καλά, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθειά αναπνοή κι ένας πρωτόγνωρος μακρόσυρτος , γλυκύς ήχος σκέπασε το δάσος και τσίγκλησε το βαρβάτο κουτσουροάλογο. Το μεγάλο ταξίδι του κουμαρόφυλου και του αλογοκούτσουρο λάκιξε από το πευκόδασος με το ΄΄ιτιά ιτιά΄΄ διάβηκε ρέματα με το ΄΄κάτου στο ρέμα το βαθύ΄΄, πέρασε ΄΄στους πέρα κάμπους που είναι οι ελιές, είν ένα μοναστήρι που πάνε κοπελιές..΄΄ , ΄΄ σαν πάς στην καλαμάτα και ρθεις με το καλό, Φέρε μου ΄να μαντήλι να δέσω στο λαιμό΄΄, ΄΄ για δέστε τον αμάραντο΄΄, ταξίδεψε σε θάλασσες και νησιά , τράβηξε για της ΄΄πάργας τον ανήφορο΄΄ και κάπου κεί στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, ο οργανοπαίχτης σταμάτησε, να πάρει ανάσες, να πάρει φόρα, να αλλάξει όργανο, κατέβηκε από το άλογο, έκατσε χάμου στο χώμα, ακούμπησε την πλάτη του στο αλογοκούτσουρο και πήρανε φωτιά, το όργανο και το άλογο, το κουμαρόφυλλο και το πευκοκούτσουρο, μια φωτιά που έκαιγε τα σωθικά του παίχτη και προκαλούσε λύπη και κλάμα..΄΄ δεν μπορώ μανούλαμ' δεν μπορώ άει σύρε να φέρεις το γιατρό΄΄.. ΄΄γιάννη μου γιάννη μου΄΄...
• Κατάρα στους πολέμους, είπε, πέταξε το κουμαρόφυλλο μ άρπαξε στην αγκαλιά του έβγαλε απ την κωλότσιεπη το μαντήλι του να καθαρίσει το αίμα πούτρεχε κατακόκκινο απο το πανωχείλι μου, παρατήρησε την πληγή, έπιασε το δείχτη του χεριού μου την σκέπασε ΄΄ να σταματήσουμε το μουρλό αίμα, ζούλατο καλά και μην το αφήκεις να σου φύγει όπως σούφυγε τ άλογο΄΄ με συμβούλεψε αστειευόμενος και γελώντας για να μου δώσει κουράγιο ,΄΄δεν σου είπα να κρατιέσαι καλά ; σου τόειπα, πως τ άλογο είναι βαρβάτο και θέλει ντούρο και ντελικανή καβαλάρη; ΄΄τι να τούλεγα πως το άλογο άλογο, αλλά εκείνο που παράσυρε ονειροπαρμένο μικροκαβαλάρη και αλογοκούτσουρο ήτανε ο ρυθμός, η ένταση της μουσικής και το βγάλσιμο απ τα τρίσβαθα της ψυχής του οργανοπαίχτη του πόνου, για το χαμένο αδελφό του, δεν μούκοψε, το σκέφτηκα αργότερα σαν μου πέρασε ο πόνος μα όχι και ο καημός του αλόγου, από τότε ένα μικρό λοξό σημάδι κοσμεί το πανωχείλι μου .
αποσπάσματα απο τα μυθεύματα του λακαβιδαίου Πέυκου Ρίζα
'' Στις πίσω σελίδες των ματιών σου''

No comments:

Post a Comment