Wednesday, March 10, 2010

Θα μου ψοφίσει το γουρούνι
Κάθε Σάββατο η μάννα μου και σχεδόν όλες οι νοικοκυρές του χωριού ζύμωναν το ψωμί της φαμίλιας τους, για να καλύψουν τις ανάγκες μιας βδομάδας, η μάννα μου ζύμωνε εφτά μεγάλα καρβέλια, ήμαστουν και μπόλικοι, πέντε παιδιά και δυο οι γονείς μας εφτά. Εφτά καρβέ για εφτά νομά.
Άντεχε μια βδομάδα το ψωμί και όσο περνάγανε οι μέρες γινότανε πιό σκληρό μα και πιό γλυκύ, σα θυμάμαι, το τσουρούλι πούειχα ολημερίς στην τζέπη της μπόλκας μου και άμα μ έπιανε λιγούρα, τόβαζα στο στόμα, δάγκωνα μιά μπουκιά και ήτανε μέλι, μου πέφτουνε τα σάλια .
Μη δοκιμάστε να φάτε μιας βδομάδας ψωμί σήμερα, κινδυνεύετε, με τα τόσα πρόσθετα και βελτιωτικά .... ακατάλληλο προς βρώσιν.
Που λέτε η μάννα μου ζύμωσε το ψωμί στη σκάφη, τόκαμε καρβέλια και το σκέπασε στο κρεβάτι με καθαρά σκουτιά, για να κάμει. Καθάρισε την σκάφη και τα απομεινάρια, μαζί με λίγο αλεύρι και τρίμματα ζυμαριού, τα έβαλε σ ένα τσουκάλι τ ανακάτωσε με λίγο ζεστό νερό τόχυσε σε μια κατσαρόλα και φώναξε το βλαστάρι της.
-Έλα Πάνο μου ,άιντε πουτσούλα μου να πάρεις το πλύμα στο γουρούνι μας να φάει.
-Όχι, θέλω να μου φτιάσεις κουλούρα πρώτα.
-Καλά μάτια μου τώρα που θα ανάψω του φούρνο, θα σου τηνε ψήσω αμέσως.
-Δεν με νοιάζει εγώ τώρα πεινάου τώρα τηνε θέλω.
Αρπάζει την κατσαρόλα με το πλύμα, γλούκ γλούκ γλούκ, το ρούφηξε, άσπρο πάτο.
-Άιχ τώρα την τήλωσα μονολόγησε ο μικρός.
Καταπιάστηκε η μάννα μας με την λάτρα και την πάστρα και για λίγο ξέχασε και γουρούνι και παιδί. Στην πολλή ώρα αγκρουμάστηκε το γουρούνι να σκούζει ,να κλαίει και να ωρύεται.
Τι νάπαθε το ευλοημένο, μόλις τώρα έφαε, συλλογίστηκε. Γνοιαζότανε τα ζώα της όπως και τα παιδιά της.
Δρασκελάει την πόρτα και τι να ιδεί.
Το γουρούνι από τη μιά να τρελοχορεύει νηστικό και αφηνιασμένο γύρω απ το παλούκι πούτανε αλυσοδεμένο, έτοιμο να κατασπαράξει τον κλέφτη που του στέρησε τη βδομαδιάτικη λιχουδιά που περίμενε πως και πως
και από την άλλη
καθισμένο στη ρίζα της μυγδαλιάς του γιωργόπουλου τον Πάνο να χαμογελάει και να χαϊδεύει την κοιλίτσα του με περίσια αγαλίαση.
-Κακό πόπαθα η μαύρη, θα μου ψοφήσει το γουρούνι, μοιρολόγησε και κινήθηκε απειλητικά προς το παιδί.
Εκείνο το μυρίστηκε, διάκοψε τη νιρβάνα του, κάνει μπράστ στον ανήφορο, κατά του λακαβίδι και μην το είδατε.
Χρόνια αργότερα, άμα καμμιά φορά βρισκόμαστε και σκαλίζουμε τις μνήμες μας, στην ερώτηση, τι έγινε ρε πάνο με το πλύμα του γουρουνιού;
Χαμογελάει, χαϊδεύει το... πρικιούλι του και σιγομουρμουράει : και το πλύμα νόστιμο ήτανε και η μπομπότα και ο τραχανομπαζίνας και ο καβουροχιλός, τώρα, τί τρώμε;
Απόσπασμα από τα μυθεύματα ΄΄Στις πίσω σελίδες των ματιών σου΄΄του λακαβιδαίου Πεύκου Ρίζα

No comments:

Post a Comment