Tuesday, January 19, 2010

Ο σχοινοκέφαλος

- Να μάθω γράμματα μου λέγανε, νεροκολόκυθα,αφού όσο κι αν προαπάθαγα δεν στεκόντουσαν σε μια μεριά , είκοσι τέσσερα παράξενα και ακαταλαβίστικα τερατάκια τρέχανε, πάνω κάτω πέρα δώθε μαζί με δέκα νούμερα και από πάνω μου ο Ζάρκος να μου ταίζει τόνα σκαμπίλι μετά το άλλο, μήπως και τα μαζέψω, αλλά που τέτοια τύχη, όλο και χειρότερα, με κοροιδεύανε και γελάγανε τα σκασμένα με τα παθήματά μου. Αφού είδα κι απόειδα , μετά από πολλούς Ζαρκόμπατσους, μάζεψα όσο κουράγιο μούχε απομείνει και του τα αμολάω.
- Καλά Κύριε αφού εγώ προσπαθάω, εκείνα χοροπηδάνε, όπου θέλουνε πάνε και άμα με κοπανάς στραβομουτσουνιάζουνε και μου τη σπάζουνε, εκείνα να μάθεις να είναι υπάκουα , εκείνα να δέρνεις .
- Δεν μέτρησα πόσες σβουριχτές μούδωσε, τι σημασία είχε πιά ,σαν φας την πρώτη και την δεύτερη, συνηθίζεις , είναι ούλες ίδιες, τίποτα το καινούργιο κανένα ενδιαφέρον, απλά περιμένεις πότε θα κουραστεί ο άλλος, ο όποιος άλλος . Απόκαμε λοιπόν ο δάσκαλος ,τίναξε το χέρι του για να το ξαποστάσει, πολυδούλεψε το κακόμοιρο και επιτέλους άνοιξε το στόμα του.
- ‘’Για πες μου παιδί μου τι στι καλό έχει το κεφάλι σου μέσα;’’ Φάααπ και μου φορτώνει μια πεντάκιλη μπάτσα, μόνο ο τοίχος βρέθηκε να με λυπηθεί, να μου συμπαρασταθεί και να με σταματήσει, αλλοιώτικα θάφτανα στη φούιζα ή πιό κάτω ακόμα, στο ποτάμι.
- Σηκώθηκα ο δόλιος όρθιος, κοίταξα κατά την πόρτα να λακίσω, μα τούτη λες και ξεπίτηδες , ήτανε στην άλλη μεριά της αίθουσας, φτου να πάρει. Να δοκιμάσω να πάω κατα κει; για ένα ήμουνα σίγουρος, πως κάποιος απο την τάξη θα μούβαζε τρικλοποδιά, μόνο και μόνο για να σπάσουνε πλάκα και να ροκανίσουν χρόνο από το μάθημα, παλιό και δοκιμασμένο το κόλπο, γύρισα κατά τους συμμαθητές μου, μπααα ποιός να με καταλάβει , έβλεπα σε ολουνώνε τα μάτια μια έκφραση περιέργειας και ανείπωτης προσμονής, τι άραγε θα ακολουθήσει, ξέρανε του Δημητράκη τη μούρλια ; Έσβησα με το σφουγγάρι τις όποιες σκέψεις διαφυγής, γύρισα το κεφάλι μου ψηλά στο ταβάνι, ζύγιαζα τις τάβλες μια μια, ξεκάρφωσα την πιό αδύνατη στα γρήγορα , τα πόδια στη γή, τα μυαλά στα σύννεφα, αντε κυρ δάσκαλε να μου πατήσεις τα πόδια και το κορμί, μα τα μυαλά μου και την ψυχή μου ποτέ δεν θα τα φτάσεις, για να τα κάνεις του χεριού σου και του αλατιού, συλλογιόμουνα, μα πριν προλάβω να πετάξω προς την ελευθερία με επανέφερε στην τάξη.
- Σε ξαναερωτώ....
.....μήπως τάχατες έχεις να μας πεις και τίποτα άλλο; ψέλισα...
- Θα μου πεις επιτέλους τι στο καλό έχει μέσα το κεφάλι σου; άδειο είναι ; κουφιοκεφαλάκης είσαι;
- Που να ξέρω Κύριε.... σχοινιά έχει....
- ήθελα να συνεχίσω... ένα βουνό σχοινιά να σε δέσω, είτε δίστασα, είτε δεν τόλμησα να το πω.
- Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται, ήταν η σπίθα που περίμεναν οι σαράντα της τάξης να εκραγούν , γέλια , φωνές , τσιρίγματα, κτυπήματα στα θρανία στο πάτωμα ...τάχασε για λίγο ο δάσκαλος , στην αναμπουμπούλα κάποιος πέταξε , είναι σκοινοκέφαλος, άλλη μια σπίθα πιό δυνατή ετούτη, μονομιάς πήραν φωτιά τα χερόβολα κι οι θυμω-νιές, καιγότανε το πελεκούδι, σηκωθήκανε ούλοι όρθιοι, ανεβήκανε στα θρανία και πέταγαν στον αέρα ότι έβρισκαν , βιβλία, τετράδια, κοντύλια, μολύβια, σάκκες.
- Συνήλθε στα γρήγορα ο δάσκαλος δυο τρία χτυπήματα στην έδρα , ησυχίααααα και όλα πάγωσαν μονομιάς, βαρυχειμωνιά και νεκρική σιγή, ούτε κιχ. Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμμάτο απορία.
- Ώστε .........Σχοινοκέφαλος, λοιπόν!!! Του δάσκαλου του έμεινε η απορία και μένανε η ρετσινιά και το παρατσούκλι. Για πολύ καιρό με φώναζαν σχοινοκέφαλο, κανένας μα κανένας όμως δεν κατάλαβε τι δεν μπόρεσα να πω ή τι εννοούσα , καλά τα λέει ο Γρηγόρης ‘’ τον καημό του αλλουνού, ποιός τον εννοεί’’ ...πάντα στενοχωριόμουνα για τις στιγμές στη ζωή μου που δίστασα, άντε νάτρωγα καμμιά πεντάκιλη μπάτσα στο άλλο μάγουλο, μήπως ο άλλος τοίχος δεν θάτανε στη θέση του να μου συμπαρασταθεί και να με στηρίξει;
- ......ένα μικρομεγάλο ευχαριστώ στον η στους τοίχους που κατά καιρούς βρέθηκαν στην ευχάριστη θέση να μας υποστηρίξουν. Εξ άλλου ήμαστουν κομμάτια τους,
τούβλα μας φέρνανε τούβλα μας παίρνανε.............
.......και τούβλα μας θέλανε.................................
Και τώρα το άσχετο..

Τα όνειρα δεν μένουνε στα μάτια
Δεν πέφτουνε δεν τσακίζονται δεν γίνονται κομμάτια
Σαν πλέουνε μες στα δάκρυα
Υφαίνουνε το ταξίδια τους σε ουράνια μονοπάτια.
.............................................
Απο... σπάσματα από τα μυθεύματα του............. Πελοποννήσιου Πεύκου Ρίζα
ΣΤΙΣ ΠΙΣΩ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΣΟΥ

Monday, January 18, 2010

Όλα οικόπεδα

Μια φορά κ έναν καιρό, οι τόποι ήταν γεμάτοι από κατσίκες, γίδια ή αίγες το ίδιο κάνει, τερατσιές ή χαρουπιές και βοσκούς . Για πάτε μιά βόλτα παραέξω απο τις πόλεις που μαντρωθήκαμε και θα κάμετε μαύρα μάτια να δείτε τέτοιες εικόνες. Δεν υπάρχουν πλέον κοπάδια, κάτι λίγα τα μαντρίσαν,το ωραίο δε ότι τα ταΐζουν έτοιμη τροφή, μη βάζεται τίποτα στο νου σας, μιας και το βάζουμε στο στομάχι μας, μην το ψάχνετε αν δεν έχετε ακούσει κάτι για την ποιότητα των ζωωτροφών.


Τις ταρατσιές-χαρουπιές και τα άλλα δασόδεντρα, μαγικά ή με το φταίξιμο της φωτιάς (μήπως τιμωρήθηκε καμιά φωτιά για τις καταστροφές της), τα ξαποστέλνουμε στον άυλο κόσμο τους και στη θέση τους ξεφυτρώνουνε επαύλεις, Βίλλες, εξοχικά παλάτια, και άλλα απείρου κάλους αφύσικα ανθρώπινα κατασκευάσματα. Τι στο καλό θα μείνουμε άστεγοι για χάριν της τερατσιάς, του αμπελιού, του πεύκου και του χρυσοπράσινου φύλλου; Έτσι είναι φυλλορόησαν τα χωριά ένεκα της ανάγκης της επιβίωσης και να μας τώρα επιστρέφουμε φιλτραρισμένοι, μορφωμένοι(τρομάρα μας) τα παίρνουμε όλα σβάρνα και αλλοίμονό του ότι βρεθεί μπροστά μας έμψυχο ή άψυχο. Είναι προγραμματισμένο να γίνουν όλα οικόπεδα. Αγάλι αγάλι, το πράσινο, τις τσούρες, τους βοσκούς, θα τα εντοπίζουμε στη σφαίρα της φαντασίας, αν έχουμε.






Saturday, January 2, 2010

χαιρετίσματα απ του λακαβίδι

Χαιρετίσματα απ του λακαβίδι, τι κι αν βρίσκομαι κάτι παραπάνω από 1000 χιλιόμετρα μακριά του, μα το ρημάδι το κουβαλάω μαζί μου , εδωπάλια κάτω απο την πέτσα μου, είναι απο κείνα που δεν με βαραίνουνε, σαν ένας μικρός φωτεινός ήλιος να κρέμεται εκεί ψηλά απουπάνου του, ν αντανακλάει τη γενέτειρά μου και διαφεντεύει τη ρότα μου, νάτο έτσι στα καλά του καθουμένου. Άρωμα λακαβίδι, παναπεί άρωμα ψίλιθρου, φασκόμηλου, σχίντου, κυπαρισιού, κουμαριάς, πουρναριού και πεύκου που τα αναπνέω σου λέω. Ευτυχώς για κείνο και για μένα του λακαβίδι για κάποιο μυστηριώδη λόγο γλύτωσε απο τα σχέδια των μπόσικων που συντόνισαν την πρόσφατη πύρινη καταστροφή στα μέρη της Ίλιδας. Νάτο, νάτο προστατευτικά στεκάμενο με την πυκνή του βλάστηση για να ρουφάει και να μποδάει τις ρουμπελιές να χαράξουνε κάμποσα καινούργια ρέματα καταμεσίς στο χωριό , που ανέμελο κρέμεται στα γόνατά του, μ όλα τα επακόλουθα.
Κάποιες δεκαετίες ομπρύτερα ήτανε τ αλώνι του μπαρμπασωτήρα, άλλες ιστορίες, σε μια του άκρη είχε κυπαρίσια, τη γλυτώσανε και κείνα και θέριεψαν κιόλα, τότε πούμαστουν πιτσιρίκια και χαλάγαμε κόσμο, για ν αποφύγω το ποινολόγιο και το εξ αυτού μαστίγωμα, αμα προλάβαινα δηλαδή,σκαρφάλωνα στο πλάι, στον κατήφορο με τσάκωνε ο πατέρας μου, ανέβαινα σ ενα κυπαρίσι φώλιαζα στα κλαριά του ακούοντάς τον να μου φωνάζει ,
‘’όπου θέλεις τράβα μποτσικοκέφαλε, αλλά στον τουρβά θα ξανάρθεις’’, μα για εμένανε αφού είχα γλυτώσει την χειροτονία, άλλη έγνοια δεν υπήρχε, χόρταινα από τη μυρουδιά του κυπαρισιού και της προσωρινής ελευθερίας παρέα με τους κοκινολαίμηδες και τα κοτσύφια ,αλλά το σπουδαιότερο, απο τούτη την κυπαρισοφωλιά μου δίπλαζε και τρίπλαζε ο ορίζοντας , πέρα απ το χιλιδονέικο, το γουμερέικο, το περσαινέικο ως τα βουνά της Φολόης και ξανά απ τη θάλασσα του Κατάκωλου που γιαλοκόπαγε παράξενα σαν τοιμαζότανε ο ηλιος το απογιοματάκι να το σκάσει ,ως τα βουνά της Κεφαλωνιάς και της Ιθάκης του πολυταξιδεμένου Οδυσσέα. Τότενες σφιχταγκάλιαζα τον κυπαρισοκορμό και αρχίναγα τα πρώτα μου ταξίδια , το άτιμο το κυπαρίσι λες και κρυβότανε στο νιονιό μου, με πήγαινε ως και κει που φοβόμουνα, φοβούντε μωρέ τα παληκάρια; μου σιγοψιθύριζε, και γω συνεπαρμένο ψευτοπαλήκαρο από τη γοητεία του παραπέρα κόσμου, τράβαγα τα κλαδιά του σαν τα γκέμια αλόγου, έτοιμο να χλιμιντρίσει, να πάμε μακρύτερα ως τα πέρατα της οικουμένης μέχρι που κείνα σπάγανε , τόσκαγε τ όνειρο και γω γκρεμιζόμουνα και χανόμουνα στα σκίντα που φύτρωναν στη ρίζα του κυπαρισαλόγου μου. Εκεί μ εύρισκε τα πρωινά ο πατέρας μου και αναρωτιότανε ‘’αφου κοιμήθηκες στα σχίντα γιατί κρατάς τα κυπαρισόκλαδα;΄΄, το ίδιο αναρωτιόμουνα και του λόγου μου, μα δεν κόταγα να του μολογήσω πως και άλλαξα κρεβάτι νυχτιάτικα!!!