Saturday, January 2, 2010

χαιρετίσματα απ του λακαβίδι

Χαιρετίσματα απ του λακαβίδι, τι κι αν βρίσκομαι κάτι παραπάνω από 1000 χιλιόμετρα μακριά του, μα το ρημάδι το κουβαλάω μαζί μου , εδωπάλια κάτω απο την πέτσα μου, είναι απο κείνα που δεν με βαραίνουνε, σαν ένας μικρός φωτεινός ήλιος να κρέμεται εκεί ψηλά απουπάνου του, ν αντανακλάει τη γενέτειρά μου και διαφεντεύει τη ρότα μου, νάτο έτσι στα καλά του καθουμένου. Άρωμα λακαβίδι, παναπεί άρωμα ψίλιθρου, φασκόμηλου, σχίντου, κυπαρισιού, κουμαριάς, πουρναριού και πεύκου που τα αναπνέω σου λέω. Ευτυχώς για κείνο και για μένα του λακαβίδι για κάποιο μυστηριώδη λόγο γλύτωσε απο τα σχέδια των μπόσικων που συντόνισαν την πρόσφατη πύρινη καταστροφή στα μέρη της Ίλιδας. Νάτο, νάτο προστατευτικά στεκάμενο με την πυκνή του βλάστηση για να ρουφάει και να μποδάει τις ρουμπελιές να χαράξουνε κάμποσα καινούργια ρέματα καταμεσίς στο χωριό , που ανέμελο κρέμεται στα γόνατά του, μ όλα τα επακόλουθα.
Κάποιες δεκαετίες ομπρύτερα ήτανε τ αλώνι του μπαρμπασωτήρα, άλλες ιστορίες, σε μια του άκρη είχε κυπαρίσια, τη γλυτώσανε και κείνα και θέριεψαν κιόλα, τότε πούμαστουν πιτσιρίκια και χαλάγαμε κόσμο, για ν αποφύγω το ποινολόγιο και το εξ αυτού μαστίγωμα, αμα προλάβαινα δηλαδή,σκαρφάλωνα στο πλάι, στον κατήφορο με τσάκωνε ο πατέρας μου, ανέβαινα σ ενα κυπαρίσι φώλιαζα στα κλαριά του ακούοντάς τον να μου φωνάζει ,
‘’όπου θέλεις τράβα μποτσικοκέφαλε, αλλά στον τουρβά θα ξανάρθεις’’, μα για εμένανε αφού είχα γλυτώσει την χειροτονία, άλλη έγνοια δεν υπήρχε, χόρταινα από τη μυρουδιά του κυπαρισιού και της προσωρινής ελευθερίας παρέα με τους κοκινολαίμηδες και τα κοτσύφια ,αλλά το σπουδαιότερο, απο τούτη την κυπαρισοφωλιά μου δίπλαζε και τρίπλαζε ο ορίζοντας , πέρα απ το χιλιδονέικο, το γουμερέικο, το περσαινέικο ως τα βουνά της Φολόης και ξανά απ τη θάλασσα του Κατάκωλου που γιαλοκόπαγε παράξενα σαν τοιμαζότανε ο ηλιος το απογιοματάκι να το σκάσει ,ως τα βουνά της Κεφαλωνιάς και της Ιθάκης του πολυταξιδεμένου Οδυσσέα. Τότενες σφιχταγκάλιαζα τον κυπαρισοκορμό και αρχίναγα τα πρώτα μου ταξίδια , το άτιμο το κυπαρίσι λες και κρυβότανε στο νιονιό μου, με πήγαινε ως και κει που φοβόμουνα, φοβούντε μωρέ τα παληκάρια; μου σιγοψιθύριζε, και γω συνεπαρμένο ψευτοπαλήκαρο από τη γοητεία του παραπέρα κόσμου, τράβαγα τα κλαδιά του σαν τα γκέμια αλόγου, έτοιμο να χλιμιντρίσει, να πάμε μακρύτερα ως τα πέρατα της οικουμένης μέχρι που κείνα σπάγανε , τόσκαγε τ όνειρο και γω γκρεμιζόμουνα και χανόμουνα στα σκίντα που φύτρωναν στη ρίζα του κυπαρισαλόγου μου. Εκεί μ εύρισκε τα πρωινά ο πατέρας μου και αναρωτιότανε ‘’αφου κοιμήθηκες στα σχίντα γιατί κρατάς τα κυπαρισόκλαδα;΄΄, το ίδιο αναρωτιόμουνα και του λόγου μου, μα δεν κόταγα να του μολογήσω πως και άλλαξα κρεβάτι νυχτιάτικα!!!

No comments:

Post a Comment