Friday, January 13, 2012

ο καταρράχτης της Χαντάρας

ο καταρράχτης της Χαντάρας είναι ένας από τους τέσσερις της Κύπρου στην οροσειρά του Τροόδους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1035 μέτρων, στην κοίτη του Διπλού ποταμού παραπόταμου του Διαρίζου, πάνω από το χωριό Φοινί και σε απόσταση 1,5χιλιομέτρων,το δε ύψος πτώσης των νερών είναι 8μέτρ. Λέγεται ότι η ονομασία του προήλθε από την (χ) αντάρα που δημιουργείται λόγω της πτώσης των νερών.


Monday, March 29, 2010


Πεύκα που σε κούναγε


• Ρε πατέρα θέλω να μου πάρεις ένα άλογο.
• Δυο γαιδούρια δεν σου φτάνουνε;
• Τι λες τώρα, βαρέθηκα να τους μοιράζω άχερο, και να με φιλεύουν γαϊδουροκλωτσιές, θέλω άλογο.
• Τι να το κάνεις ρε μεγαλέξανδρε;
• Να το καβαλάω, να κορδώνουμαι, να κάνω το σπουδαίο όπως ο παπούλης.
• Ποιός παπούλης παιδάκι μου;
• Να μωρέ αυτός με την περικεφαλαία , που δαχτυλοδείχνει εκείνους που δεν φαίνονται.
• Λες να ξέρουν τίποτα;
• Για το άλογο;
• Ποιό άλογο ρε φαντασμένο, αφού είναιτος καβάλα δεν είναι;
• Άλλα λόγια ρε πατέρα και μετά μου λες τα μυαλά μου πήρανε αέρα.
• Έχει δίκιο.
• Ποιός ο παπούλης με την περικεφαλαία;
• Ο αέρας που κουβαλάει η κούτρα σου, ρε δεν πας στο διάτανο!!!
• Δεν φτάνει που κοροϊδεύεις, με διαολοστέλνεις κιόλα;
• Μη κακό σου, και γιατί σε σε κοροϊδεύω λουλοούδι μου;
• Μου τόειπες και τις προάλλες, ΄΄τα μυαλά σου είναι σαν τη γουρουνόφουσκα, όσο είτανε στο γουρούνι είτανε γιομάτη κάτουρα, όταν σου την έδωκα τηνε φούσκωσες αέρα΄΄.
• Άδικο έχω;
• Αμή, εγώ φούσκωσα τη γουρουνόφουσκα, ενώ εσύ τα μυαλά μου.
• Πώς τόειπες ετούτο μάτια μου και δεν το κατάλαβα;
• Να μωρέ πως το λένε, ε ε εσύ μέσπειρες, κουκουνάρι είμαι; κάτω απο την πεύκα έπεσα;
• Να παιδί να μάλαμα, άϊ και να μπορούσα να διάλεγα το σπόρο!!!
• Είιδες πούχω δίκιο;
• Μπράβο λεβέντη μου, και τι θα κάνεις με δαύτο;
• Αμα έχεις το δίκιο με το μέρος σου, κουνάς βουνά. Έτσι δεν λέτε εσείς οι μεγάλοι;
• Ναι, μα για μας, όχι για σας.
• Με δουλεύεις ;
• Σε παιδεύω.
• Τότενες δεν μ αγαπάς.
Ρε πεύκα που σε κούναγε!!!
• Αν μ αγαπάς απόδειξέμου το, πάρμου τ άλογο να παγαίνω στ αραπάνου να σου φέρνω ολόδροσο νερό ,στο άψε σβήσε .
• Ντάξει πουλάκι μου , μα δώσμου λίγο καιρό να το σκεφτώ.
• Δε σου δίνω, ούτε έχω.
• Ταχιά δεν γίνεται, τι θες να κάμω,να το γεννήσω;
• Εσύ ξέρεις, εγώ θέλω άλογο και το θέλω τώρανες ,αλλοιώτικα....
• Αλλοιώτικα;
Σταμάτησε το ξεκουρβούλωμα, κοντοστάθηκε αναποφάσιστος για λίγο,στηρίχτηκε με τα δυό του χέρια στον κασμά, που από το πρωί αδιάκοπα ξεκοίλιαζε τη γή, να βγάλει από τα βάθη της ούλες τις κουρβούλες και τις ρίζες, να την καθαρίσει καλά και έτσι εύφορη και παρθένα που ήτανε να τηνε σπείρει να τηνε καλλιεργήσει, να την ευλογήσει ο Θεός να καρπίσει, για να μπορέσει στους δύσκολους εκείνους καιρούς του μεταπολέμου, να ταΐσει την φαμίλια του, που χρόνο με τον χρόνο αυξανότανε και πληθυνότανε, σύμφωνα με τις επιταγές του Ύψιστου. Κοίτταξε το όλο απαιτήσεις βλαστάρι του, ξεσκουφώθηκε, σκούπισε το καταϊδρωμένο του πρόσωπο με την ανάποδη της παλάμης και της σκούφιας του, τα τσακίρικα μάτια του τρεμοπαίξανε είτε από χαρά είτε από λύπη, ένα πλατύ χαμόγελο στόλισε το κοκαλιάρικο μα όλο γλύκα μακρόστενο πρόσωπό του.
• Για πάγαινε αλογοπαρμένε μου φέρμου μια κουμαρόκλαρα με μεγάλα τρυφερά φύλλα.
• Και θα μου πάρεις ένα βαρβάτο τσίλικο άλογο, έτσι;
• Άειντε μου.
Ήτανε η αγαπημένη του συνήθεια. Άμα δεν μπόραγε να ικανοποιήσει τις όποιες απαιτήσεις μας, προσπάθαγε να κερδάει χρόνο είτε για να μας περιγελάσει και να το ξεχάσουμε,- πως να ξεχάσεις, οι παιδικές απαιτήσεις δεν ξεφυτρώνουνε από το πουθενά, έχουνε βαθειές τις ρίζες μέσα στον παιδικό ψυχόκοσμο,- είτε να το παιδέψει το πράμα, το όχι του δεν το ξέραμε, αν ήτανε το μαντεύαμε ή αν το παρακάναμε, το νοιώθαμε ,άμα οι μπάτσες, βροντάγανε και αστράφτανε στα μάγουλά μας
Τσακίστηκα, χάθηκα μέσα στο πευκόδασος που τόξερα όπως την τρύπια τζέπη μου, αγριάδα, ψίληθρα, φτερίνες, βάτα, λίζβατα, μυρτιές, σκίντα, κουτσουπιές, πουρνάρια , κουμαριές, αγριελιές, αγραπιδιές, πευκοπούλες και ψηλά τόσο ψηλά που σκεπάζανε τον ήλιο και κάνανε το δάσος να φαντάζει μυστηριώδικο, οι πεύκες, άλλες χοντρές με μεγάλες κλάρες γεμάτες κουκουνάρες και άλλες ψιλόλιγνες που κοντεύανε να φτάσουνε στα σύννεφα, άσε από πουλιά και αγρίμια. Πολλές φορές ξεχνιόμαστε σε κείνον τον κατάδικό μας φυσικό παραδεισένιο παιδόκοσμο, τρέχαμε, παίζαμε, κρυβόμαστε, σκαρφαλώναμε είτε αγκαλιάζοντας τον κορμό, είτε ακολουθώντας τον κισό που τις σφιχταγκάλιαζε, είτε ρίχνοντας τριχιές στις χαμηλές κλάρες. Άλλοτε ξαπλώναμε ανέμελοι στην παχειά καφεκίτρινη φυλλωσιά που χρόνο με το χρόνο ανέβαινε και γινότανε πιό αφράτη, ξαπλώναμε κατάχαμα κρατάγαμε την ανάσα μας κι αγκρουμαζόμαστε τη ζωή του δάσους. ...........
Εδέησα να του φέρω την κουμαριά με κανα δύο γλυκά σαν μέλι κούμαρα……όσα απομείνανε, αφού έφαγα όσα μπόραγα ,έτσι για να μου περάσει η λιγούρα δηλαδή, το κατάλβε , γιατι....
• Φάτα και τούτα εμένανε δεν μαρέσουνε.
Διάλεξε από τα πιό μαλακά και πιό μεγάλα κουμαρόφυλλα τα δίπλωσε μέχρι να μισοσπάσουνε χωρίς να κοπούνε στα δυο, καβάλησε τον κορμό της κομμένης πεύκας που περίμενε το ξύλεμα, με ανέβασε και μένανε στο... άλογο, όπως το ονομάτισε και συμβολικά πρόσταξε, ΄΄άιντε καβαλάρη του ονείρου, κρατήσου καλά΄΄ και μούδειξε δυό τσούμπια απομεινάρια από σπασμένες κλάρες, ΄΄εγώ θα παίζω μουσική και συ θα τραγουδάς, θα τρέχεις και θα χορεύεις με το γκριζοκόκκινο κουτσουροάλογό σου΄΄. Έβαλε το κουμαρόφυλο στα χείλη του το ζύγιαξε καλά, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθειά αναπνοή κι ένας πρωτόγνωρος μακρόσυρτος , γλυκύς ήχος σκέπασε το δάσος και τσίγκλησε το βαρβάτο κουτσουροάλογο. Το μεγάλο ταξίδι του κουμαρόφυλου και του αλογοκούτσουρο λάκιξε από το πευκόδασος με το ΄΄ιτιά ιτιά΄΄ διάβηκε ρέματα με το ΄΄κάτου στο ρέμα το βαθύ΄΄, πέρασε ΄΄στους πέρα κάμπους που είναι οι ελιές, είν ένα μοναστήρι που πάνε κοπελιές..΄΄ , ΄΄ σαν πάς στην καλαμάτα και ρθεις με το καλό, Φέρε μου ΄να μαντήλι να δέσω στο λαιμό΄΄, ΄΄ για δέστε τον αμάραντο΄΄, ταξίδεψε σε θάλασσες και νησιά , τράβηξε για της ΄΄πάργας τον ανήφορο΄΄ και κάπου κεί στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, ο οργανοπαίχτης σταμάτησε, να πάρει ανάσες, να πάρει φόρα, να αλλάξει όργανο, κατέβηκε από το άλογο, έκατσε χάμου στο χώμα, ακούμπησε την πλάτη του στο αλογοκούτσουρο και πήρανε φωτιά, το όργανο και το άλογο, το κουμαρόφυλλο και το πευκοκούτσουρο, μια φωτιά που έκαιγε τα σωθικά του παίχτη και προκαλούσε λύπη και κλάμα..΄΄ δεν μπορώ μανούλαμ' δεν μπορώ άει σύρε να φέρεις το γιατρό΄΄.. ΄΄γιάννη μου γιάννη μου΄΄...
• Κατάρα στους πολέμους, είπε, πέταξε το κουμαρόφυλλο μ άρπαξε στην αγκαλιά του έβγαλε απ την κωλότσιεπη το μαντήλι του να καθαρίσει το αίμα πούτρεχε κατακόκκινο απο το πανωχείλι μου, παρατήρησε την πληγή, έπιασε το δείχτη του χεριού μου την σκέπασε ΄΄ να σταματήσουμε το μουρλό αίμα, ζούλατο καλά και μην το αφήκεις να σου φύγει όπως σούφυγε τ άλογο΄΄ με συμβούλεψε αστειευόμενος και γελώντας για να μου δώσει κουράγιο ,΄΄δεν σου είπα να κρατιέσαι καλά ; σου τόειπα, πως τ άλογο είναι βαρβάτο και θέλει ντούρο και ντελικανή καβαλάρη; ΄΄τι να τούλεγα πως το άλογο άλογο, αλλά εκείνο που παράσυρε ονειροπαρμένο μικροκαβαλάρη και αλογοκούτσουρο ήτανε ο ρυθμός, η ένταση της μουσικής και το βγάλσιμο απ τα τρίσβαθα της ψυχής του οργανοπαίχτη του πόνου, για το χαμένο αδελφό του, δεν μούκοψε, το σκέφτηκα αργότερα σαν μου πέρασε ο πόνος μα όχι και ο καημός του αλόγου, από τότε ένα μικρό λοξό σημάδι κοσμεί το πανωχείλι μου .
αποσπάσματα απο τα μυθεύματα του λακαβιδαίου Πέυκου Ρίζα
'' Στις πίσω σελίδες των ματιών σου''

Wednesday, March 10, 2010

Θα μου ψοφίσει το γουρούνι
Κάθε Σάββατο η μάννα μου και σχεδόν όλες οι νοικοκυρές του χωριού ζύμωναν το ψωμί της φαμίλιας τους, για να καλύψουν τις ανάγκες μιας βδομάδας, η μάννα μου ζύμωνε εφτά μεγάλα καρβέλια, ήμαστουν και μπόλικοι, πέντε παιδιά και δυο οι γονείς μας εφτά. Εφτά καρβέ για εφτά νομά.
Άντεχε μια βδομάδα το ψωμί και όσο περνάγανε οι μέρες γινότανε πιό σκληρό μα και πιό γλυκύ, σα θυμάμαι, το τσουρούλι πούειχα ολημερίς στην τζέπη της μπόλκας μου και άμα μ έπιανε λιγούρα, τόβαζα στο στόμα, δάγκωνα μιά μπουκιά και ήτανε μέλι, μου πέφτουνε τα σάλια .
Μη δοκιμάστε να φάτε μιας βδομάδας ψωμί σήμερα, κινδυνεύετε, με τα τόσα πρόσθετα και βελτιωτικά .... ακατάλληλο προς βρώσιν.
Που λέτε η μάννα μου ζύμωσε το ψωμί στη σκάφη, τόκαμε καρβέλια και το σκέπασε στο κρεβάτι με καθαρά σκουτιά, για να κάμει. Καθάρισε την σκάφη και τα απομεινάρια, μαζί με λίγο αλεύρι και τρίμματα ζυμαριού, τα έβαλε σ ένα τσουκάλι τ ανακάτωσε με λίγο ζεστό νερό τόχυσε σε μια κατσαρόλα και φώναξε το βλαστάρι της.
-Έλα Πάνο μου ,άιντε πουτσούλα μου να πάρεις το πλύμα στο γουρούνι μας να φάει.
-Όχι, θέλω να μου φτιάσεις κουλούρα πρώτα.
-Καλά μάτια μου τώρα που θα ανάψω του φούρνο, θα σου τηνε ψήσω αμέσως.
-Δεν με νοιάζει εγώ τώρα πεινάου τώρα τηνε θέλω.
Αρπάζει την κατσαρόλα με το πλύμα, γλούκ γλούκ γλούκ, το ρούφηξε, άσπρο πάτο.
-Άιχ τώρα την τήλωσα μονολόγησε ο μικρός.
Καταπιάστηκε η μάννα μας με την λάτρα και την πάστρα και για λίγο ξέχασε και γουρούνι και παιδί. Στην πολλή ώρα αγκρουμάστηκε το γουρούνι να σκούζει ,να κλαίει και να ωρύεται.
Τι νάπαθε το ευλοημένο, μόλις τώρα έφαε, συλλογίστηκε. Γνοιαζότανε τα ζώα της όπως και τα παιδιά της.
Δρασκελάει την πόρτα και τι να ιδεί.
Το γουρούνι από τη μιά να τρελοχορεύει νηστικό και αφηνιασμένο γύρω απ το παλούκι πούτανε αλυσοδεμένο, έτοιμο να κατασπαράξει τον κλέφτη που του στέρησε τη βδομαδιάτικη λιχουδιά που περίμενε πως και πως
και από την άλλη
καθισμένο στη ρίζα της μυγδαλιάς του γιωργόπουλου τον Πάνο να χαμογελάει και να χαϊδεύει την κοιλίτσα του με περίσια αγαλίαση.
-Κακό πόπαθα η μαύρη, θα μου ψοφήσει το γουρούνι, μοιρολόγησε και κινήθηκε απειλητικά προς το παιδί.
Εκείνο το μυρίστηκε, διάκοψε τη νιρβάνα του, κάνει μπράστ στον ανήφορο, κατά του λακαβίδι και μην το είδατε.
Χρόνια αργότερα, άμα καμμιά φορά βρισκόμαστε και σκαλίζουμε τις μνήμες μας, στην ερώτηση, τι έγινε ρε πάνο με το πλύμα του γουρουνιού;
Χαμογελάει, χαϊδεύει το... πρικιούλι του και σιγομουρμουράει : και το πλύμα νόστιμο ήτανε και η μπομπότα και ο τραχανομπαζίνας και ο καβουροχιλός, τώρα, τί τρώμε;
Απόσπασμα από τα μυθεύματα ΄΄Στις πίσω σελίδες των ματιών σου΄΄του λακαβιδαίου Πεύκου Ρίζα
Μάκρυνες το δρόμο μας και μίκρανες τη μέρα μας
Όλες οι αγροτικές εργασίες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 60 στην περιοχή του χωριού ελλείψει αγροτικών δρόμων και μέσων, γινόντουσαν με την βοήθεια ζώων. Κάθε οικογένεια κατείχε ένα ή περισσότερα άλογα, κυρίως δε ένα ή περισσότερα γαιδούρια, σπανίως μουλάρια. Όλοι οι αγροτικοί δρόμοι ήταν πρόχειρα φτιαγμένοι πολλοί διαμορφωμένοι στο διάβα των αιώνων στα πλευρά βάτα ή αλλα φυτά , φυσικοί φράχτες, που όριζαν τα σύννορα και προστάτευαν τις καλλιέργειες από τους περαστικούς και τα κοπάδια , γιομάτοι πέτρες πράγμα που δυσκόλευε την κίνηση ακόμα και των ζώων ,άλλοι χωματόδρομοι που το μεν καλοκαίρι τα αγριοβατόμουρα στις πλευρές του δρόμου γίνονταν ολόσκονα και ας σούπεφταν τα σάλια, το δε χειμώνα με τις πολλές βροχές επικύνδυνοι και αδιάβατοι. Το ίδιο συνέβαινε με τις δημοσιές, όπου δεν ήταν στρωμένες με ποταμοχάλικο το κα λοκαίρι τρέχαμε μικρά παιδιά ξυπόλητα τραβώντας κλάρες πεύκας ,σχίντου, κουμαριάς, πουρναριού για προσάναμα του Σαββατιάτικου ψωμοφουρνίσματος, και δώστου τρεχάλα και σύννεφο ο μπουχός, ίδιος με εκείνον που ακουλουθούσε την πορεία των κοπαδιών στα χέρσα χωράφια που καταλήξαν βοσκοτόπια.
Τον χειμώνα η δημοσιά που ένωνε το χωριό με το χιλιδόνι κάπου εκεί στο λιβάδι και πιό πέρα απ του μούρη στα παλιάμπελα ήταν τόσο λασπώδης που όχι μόνο τα ελάχιστα αυτοκίνητα αδυνατούσαν να περάσουν αλλά και τα ζώα πράγμα που απομόνωνε το χωριό από τα γύρω χωριά και πολλά χτήματα. Θυμάμαι, άμα ήτανε να σπείρουμε στα κιόνια και μας προλαβαίνανε τα πρωτοβρόχια ο μακαρίτης ο πατέρας μου το πρωινό που φόρτωνε τα γαιδούρια, έκανε πρώτα το σταυρό του και ύστερις το παράπονό του ‘’χαλάλι σου μεγαλοδύναμε, μα δε μας λυπάσε, πάλι μάκρυνες το δρόμο μας και μίκρανες τη μέρα μας ’’. ‘’σώπα γιώρη, μή βλαστημάς και ο δρόμος και η μέρα του Θεού είναι πάρε ό,τι σου δίνει ,κάνε το σταυρό σου, και άιντε τράβα, τράβα να φύγουμε ‘’ τον μάλωνε η μακαρίτισσα η μάννα μου- παπαδοπούλα γάρ- και τραβάγαμε, μποστά η μάννα μου μ ενα παιδί στην κοιλιά και ένα μέσα στην νάκα στον ώμο, πίσω της το ένα γαιδούρι φορτωμένο με το γέννημα για τη σπορά, το τράιστο με τα φαγόσιμα (μισό καρβέλι ψωμί,στο τσουκάλι φασόλια νερόβρατα με τη ρίγανη, ένα κομμάτι φέτα, δυό κρεμύδια, ελιές, ένα μπουκαλάκι λάδι, μια πεντακοσιάρα κρασί από το βαγένι μας ) και από πάνω καβάλα ο μεγαλύτερος αδερφός μου, ακολουθούσε το άλλο γαϊδούρι με τα σύνεργα της σποράς, αλέτρι, τριχιές, προσκέφαλα, τσάπες, αξίνες και ανάμεσά τους η αφεντιά μου, αγουροξυπνημένος, παγωμένος και τυλιγμένος σε μιά κουρελού αλλά με διάθεση περιπέτειας, πιό πίσω δεμένες στα κολιτσάκια του γαιδουριού δυό κατσίκες που μας προμήθευαν με ολόφρεσκο γάλα. Ώρες ώρες, τράβα από δώ η μιά γίδα απο κεί ή άλλη το γαιδούρι να δυσανασχετεί και γώ να νομίζω πως βρίσκομαι σε βάρκα μεσοπέλαγα, είχε την πλάκα του. Τελευταίος ο Γιώρης ο Τζούκας , ο πατέρας μας, με μάτια που σκίζαν το σκοτάδι και αυτιά που αφουγκραζόνταν την ανάσα της Γιώργενάς του με το πολλαπλό φορτίο ,των αγουροξυπνημένων παλληκαριών του και των ζωντανών του , μή στραβοπατήσει κανένα γαιδούρι μη φουρκιστεί καμμιά γίδα.’’ Είσαι καλά μωρή Αντώνα’’ , συχνορώταγε τη μάνα μου, ‘’σώπα Γιώργη, σώπα και πάμε, πάμε να προφτάσουμε το ήλιογέννημα’’ βαθιανάσαινε, κάτι σιγοτραγούδαγε για να παίρνει κουράγιο και σκαρφάλωνε την ανηφόρα στου λακαβίδι, οδηγώντας τη φαμίλια της να βγεί στον αη Γιώρη και να κατέβει στο προσκηνητάρι Του. Απλά για να αποφύγουμε τις λάσπες στο λιβάδι και στα παλιάμπελα.

Wednesday, February 17, 2010

Ποιά αλήθεια μωρέ

Είδατε την αλήθεια;

Ρωτήσανε το λακαβιδέο μπας και είδε την αλήθεια, κάπως έτσι για να τα πολυλογώ...
-Ρε ψηλοφρύδι κατσικοπόδαρε μήπως, λέμε , μήπως, κατά λάθος ή εξεπίτηδες πέρασε από τη βίκλα σου καμμιά τσιούπα;
- γιατί ρε τραχανομπαζινολιγούρηδες άμα πέρναγε θα σας το μολόγαγα;
-έχεις υποχρέωση .
-έναντι της ανύπαρκτης αδελφότητας των μπαϊστεοτεκτόνων;
- για ποια αδελφότητα μιλάς ρε στραβοσκούφη;
-Αυτή που συλλογίζεστε ,αβέρτα σκυλοβρίζετε και ανοιχτοπάλαμα ολημερίς κερνάτε.
-Ρε σεις τουτουνού πήραν τα μυαλά του αέρα δαπάνου στο ψήλωμα και ολοκορδώνεται;
-Απ ότι να μουχλιάσουνε, καλύτερα αεράτα ως του κούμισι τη στράτα.
-Για έμπα στο θέμα μας , στο κάτου κάτου της γραφής είσαι στο πιό ψηλό χαγιάτι του χωριού, απεδώ τα βλέπεις ούλα .
-Επ κομμένα τα μπαλκόνια, εξ άλλου εκείνος που τα βλέπει ούλα, για τήρα τ αψήλου, τον βλέπεις ;
-Όχι
- καλά να πάθεις , εκείνος όμως ναι.
-Και δε μας λες γιατί φοβάσαι τα μπαλκόνια μιας και το παίζεις παλικαράς;
-Να μη σε νοιάζει.
-Να σας πω εγώ,πετάχτηκε το ντρινόπουλο, τις προάλλες, ανέβηκε στο καινούργιο χαγιάτι του κρυελέση, η κρυελέσενα είχε ξάνει το σπάρτο, το ξυλοπάτωμα ήτανε γιομάτο χνούδι και το βλήτο έκανε τσουλήθρες για να πουλήσει μούρη και μαγκιά στις τσιούπες της κάτω ρούγας, απ την πολύ μαγκιά γλίστρησε και βρέθηκε με το κεφάλι στις κοτρόνες .
-Και δεν έβαλε μυαλό;
-Που να το βάλει, το κεφάλι του έγινε κόσκινο, αν είχε και λιγουλάκι λάκιξε από τις τρούπες , η θειά Τζούκενα πάλευε με τα γιατροσόφια της ούλη τηνύχτα να σταματήσει το αίμα, ρουμπελιά κατέβαινε. Για τηράτε το κολοκυθοκέφαλό του έχει κάτι μιτζούλια σαν τα κουμπιά της μπόλκας του.
-Άει παράτα μας ρε πολυτρίχη ούλο εξυπνάδες είσαι και μας κάνεις και το φίλο, ρε ουστ.
-Είναι αλήθεια ρε δόλιε ;
-Αλήθεια ; ποια αλήθεια και πράσινα γαϊδούρια, αν είναι κείνη που γυρεύετε, πριν κάμποση ώρα πήγαινε ντριτσινώντας κατά την κιάφα, τρέξτε, κι αν την προλάβετε σφυράτε μου.
-Και γιατί τόσκασε ρε εξυπνάκια τίποτα δεν της κάναμε.
-Θεός φυλάξει, όπως δεν κάνατε τίποτα στην ελευθερία στη δημοκρατία στην παναγία και στις μανάδες ούλου του κόσμου, αν τις πιάσετε στο στόμα σας ψάχνουνε τρούπα να χωθούνε, τραβάνε όπως και η αλήθεια για άλλα σύμπαντα και άλλους γαλαξίες, για μια σταλιά ανεχτικότητα παραπάνου.
*********************************************************************************
Και τώρα το άσχετο απ του λακαβίδι
Την μετά φωτιά εποχή, όταν βγήκαν οι γραφιάδες από τα καταφύγια και τις κρυψώνες τους, πήραν σβάρνα τα χωριά τα αποκαΐδια και τα ερείπια να κάνουν καταγραφή των ζημιών.
Πάνε στον πρώτο πυρόπληκτο και τον ρώτησαν για τις ζημιές του.
-Κάηκε το σπίτι μου, η στρούγκα με τα ζωντανά μου και το λιοστάσι.
Ο επικεφαλής διατάσσει γράψε ότι είπε ο κύριος
Πάνε στον δεύτερο.
-Κάηκε το αμπέλι μου οι αγελάδες μου και τα γαϊδούρια μου.
Γράφει ο υπάλληλος τις ζημιές
Πάνε σπίτι σπίτι.
Γράφουν , γράφουν όλη μέρα.
Στην άκρη του χωριού καθότανε ένας σε μιά πέτρα με σκυμμένο το κεφάλι και έκλαιγε.
-Γιατί κλαις ρε μπάρμπα ; μήπως σου κάηκε το σπίτι;
-Όχι.
-Σου καήκανε τα χωράφια;
-Όχι .
-Σου καήκανε τα ζωντανά
-Όχι.
-Ε τότενες ;
-Να μωρέ παλικάρια μ, κει που πολέμαγα ο δόλιος να σβήσου τις φουτιές, πιτάχτηκε απο μιά πεύκα που καιγόντανε, ένα αναμμένου κουκουνάρι και μούκαψ το δεξί παπάρ, είναι να μην κλαίου.
-Ειλικρινά λυπάμαι, καταλαβαίνω, μα τι... να γράψω, ο κατάλογος που ετοίμασε η υπηρεσία δεν αναφέρει πουθενά αρχ...... έτσι πράγμα.
Επέμενε ο μπάρμπας , αρνιότανε ο υπάλληλος και προσπάθαγε να του εξηγήσει, τίποτα, ανένδοτος ο μπάρμπας. Αποτάθηκαν στον υπεύθυνο για την ειδική περίπτωση, έξυσε την κούτρα του ο κύριος επικεφαλής μπας και κατεβάσει καμιά ιδέα,αλλά πού.
-Μπάρμπα δεν θέλω να σε απογοητεύσω μα συγγνώμη δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι.
Πήρε φωτιά ο γέρος κατέβασε όλο το εορτολόγιο τους στόλισε με κάθε είδους κοσμητικό επίθετο.....
-Εντάξει αφού επιμένει γράψε , γράψε του να πάρει ένα αρχίδι, έτσι κι αλλιώς , ούλοι τους αρχίδια θα πάρουνε