Wednesday, March 10, 2010

Μάκρυνες το δρόμο μας και μίκρανες τη μέρα μας
Όλες οι αγροτικές εργασίες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 60 στην περιοχή του χωριού ελλείψει αγροτικών δρόμων και μέσων, γινόντουσαν με την βοήθεια ζώων. Κάθε οικογένεια κατείχε ένα ή περισσότερα άλογα, κυρίως δε ένα ή περισσότερα γαιδούρια, σπανίως μουλάρια. Όλοι οι αγροτικοί δρόμοι ήταν πρόχειρα φτιαγμένοι πολλοί διαμορφωμένοι στο διάβα των αιώνων στα πλευρά βάτα ή αλλα φυτά , φυσικοί φράχτες, που όριζαν τα σύννορα και προστάτευαν τις καλλιέργειες από τους περαστικούς και τα κοπάδια , γιομάτοι πέτρες πράγμα που δυσκόλευε την κίνηση ακόμα και των ζώων ,άλλοι χωματόδρομοι που το μεν καλοκαίρι τα αγριοβατόμουρα στις πλευρές του δρόμου γίνονταν ολόσκονα και ας σούπεφταν τα σάλια, το δε χειμώνα με τις πολλές βροχές επικύνδυνοι και αδιάβατοι. Το ίδιο συνέβαινε με τις δημοσιές, όπου δεν ήταν στρωμένες με ποταμοχάλικο το κα λοκαίρι τρέχαμε μικρά παιδιά ξυπόλητα τραβώντας κλάρες πεύκας ,σχίντου, κουμαριάς, πουρναριού για προσάναμα του Σαββατιάτικου ψωμοφουρνίσματος, και δώστου τρεχάλα και σύννεφο ο μπουχός, ίδιος με εκείνον που ακουλουθούσε την πορεία των κοπαδιών στα χέρσα χωράφια που καταλήξαν βοσκοτόπια.
Τον χειμώνα η δημοσιά που ένωνε το χωριό με το χιλιδόνι κάπου εκεί στο λιβάδι και πιό πέρα απ του μούρη στα παλιάμπελα ήταν τόσο λασπώδης που όχι μόνο τα ελάχιστα αυτοκίνητα αδυνατούσαν να περάσουν αλλά και τα ζώα πράγμα που απομόνωνε το χωριό από τα γύρω χωριά και πολλά χτήματα. Θυμάμαι, άμα ήτανε να σπείρουμε στα κιόνια και μας προλαβαίνανε τα πρωτοβρόχια ο μακαρίτης ο πατέρας μου το πρωινό που φόρτωνε τα γαιδούρια, έκανε πρώτα το σταυρό του και ύστερις το παράπονό του ‘’χαλάλι σου μεγαλοδύναμε, μα δε μας λυπάσε, πάλι μάκρυνες το δρόμο μας και μίκρανες τη μέρα μας ’’. ‘’σώπα γιώρη, μή βλαστημάς και ο δρόμος και η μέρα του Θεού είναι πάρε ό,τι σου δίνει ,κάνε το σταυρό σου, και άιντε τράβα, τράβα να φύγουμε ‘’ τον μάλωνε η μακαρίτισσα η μάννα μου- παπαδοπούλα γάρ- και τραβάγαμε, μποστά η μάννα μου μ ενα παιδί στην κοιλιά και ένα μέσα στην νάκα στον ώμο, πίσω της το ένα γαιδούρι φορτωμένο με το γέννημα για τη σπορά, το τράιστο με τα φαγόσιμα (μισό καρβέλι ψωμί,στο τσουκάλι φασόλια νερόβρατα με τη ρίγανη, ένα κομμάτι φέτα, δυό κρεμύδια, ελιές, ένα μπουκαλάκι λάδι, μια πεντακοσιάρα κρασί από το βαγένι μας ) και από πάνω καβάλα ο μεγαλύτερος αδερφός μου, ακολουθούσε το άλλο γαϊδούρι με τα σύνεργα της σποράς, αλέτρι, τριχιές, προσκέφαλα, τσάπες, αξίνες και ανάμεσά τους η αφεντιά μου, αγουροξυπνημένος, παγωμένος και τυλιγμένος σε μιά κουρελού αλλά με διάθεση περιπέτειας, πιό πίσω δεμένες στα κολιτσάκια του γαιδουριού δυό κατσίκες που μας προμήθευαν με ολόφρεσκο γάλα. Ώρες ώρες, τράβα από δώ η μιά γίδα απο κεί ή άλλη το γαιδούρι να δυσανασχετεί και γώ να νομίζω πως βρίσκομαι σε βάρκα μεσοπέλαγα, είχε την πλάκα του. Τελευταίος ο Γιώρης ο Τζούκας , ο πατέρας μας, με μάτια που σκίζαν το σκοτάδι και αυτιά που αφουγκραζόνταν την ανάσα της Γιώργενάς του με το πολλαπλό φορτίο ,των αγουροξυπνημένων παλληκαριών του και των ζωντανών του , μή στραβοπατήσει κανένα γαιδούρι μη φουρκιστεί καμμιά γίδα.’’ Είσαι καλά μωρή Αντώνα’’ , συχνορώταγε τη μάνα μου, ‘’σώπα Γιώργη, σώπα και πάμε, πάμε να προφτάσουμε το ήλιογέννημα’’ βαθιανάσαινε, κάτι σιγοτραγούδαγε για να παίρνει κουράγιο και σκαρφάλωνε την ανηφόρα στου λακαβίδι, οδηγώντας τη φαμίλια της να βγεί στον αη Γιώρη και να κατέβει στο προσκηνητάρι Του. Απλά για να αποφύγουμε τις λάσπες στο λιβάδι και στα παλιάμπελα.

No comments:

Post a Comment