Wednesday, February 17, 2010

Ποιά αλήθεια μωρέ

Είδατε την αλήθεια;

Ρωτήσανε το λακαβιδέο μπας και είδε την αλήθεια, κάπως έτσι για να τα πολυλογώ...
-Ρε ψηλοφρύδι κατσικοπόδαρε μήπως, λέμε , μήπως, κατά λάθος ή εξεπίτηδες πέρασε από τη βίκλα σου καμμιά τσιούπα;
- γιατί ρε τραχανομπαζινολιγούρηδες άμα πέρναγε θα σας το μολόγαγα;
-έχεις υποχρέωση .
-έναντι της ανύπαρκτης αδελφότητας των μπαϊστεοτεκτόνων;
- για ποια αδελφότητα μιλάς ρε στραβοσκούφη;
-Αυτή που συλλογίζεστε ,αβέρτα σκυλοβρίζετε και ανοιχτοπάλαμα ολημερίς κερνάτε.
-Ρε σεις τουτουνού πήραν τα μυαλά του αέρα δαπάνου στο ψήλωμα και ολοκορδώνεται;
-Απ ότι να μουχλιάσουνε, καλύτερα αεράτα ως του κούμισι τη στράτα.
-Για έμπα στο θέμα μας , στο κάτου κάτου της γραφής είσαι στο πιό ψηλό χαγιάτι του χωριού, απεδώ τα βλέπεις ούλα .
-Επ κομμένα τα μπαλκόνια, εξ άλλου εκείνος που τα βλέπει ούλα, για τήρα τ αψήλου, τον βλέπεις ;
-Όχι
- καλά να πάθεις , εκείνος όμως ναι.
-Και δε μας λες γιατί φοβάσαι τα μπαλκόνια μιας και το παίζεις παλικαράς;
-Να μη σε νοιάζει.
-Να σας πω εγώ,πετάχτηκε το ντρινόπουλο, τις προάλλες, ανέβηκε στο καινούργιο χαγιάτι του κρυελέση, η κρυελέσενα είχε ξάνει το σπάρτο, το ξυλοπάτωμα ήτανε γιομάτο χνούδι και το βλήτο έκανε τσουλήθρες για να πουλήσει μούρη και μαγκιά στις τσιούπες της κάτω ρούγας, απ την πολύ μαγκιά γλίστρησε και βρέθηκε με το κεφάλι στις κοτρόνες .
-Και δεν έβαλε μυαλό;
-Που να το βάλει, το κεφάλι του έγινε κόσκινο, αν είχε και λιγουλάκι λάκιξε από τις τρούπες , η θειά Τζούκενα πάλευε με τα γιατροσόφια της ούλη τηνύχτα να σταματήσει το αίμα, ρουμπελιά κατέβαινε. Για τηράτε το κολοκυθοκέφαλό του έχει κάτι μιτζούλια σαν τα κουμπιά της μπόλκας του.
-Άει παράτα μας ρε πολυτρίχη ούλο εξυπνάδες είσαι και μας κάνεις και το φίλο, ρε ουστ.
-Είναι αλήθεια ρε δόλιε ;
-Αλήθεια ; ποια αλήθεια και πράσινα γαϊδούρια, αν είναι κείνη που γυρεύετε, πριν κάμποση ώρα πήγαινε ντριτσινώντας κατά την κιάφα, τρέξτε, κι αν την προλάβετε σφυράτε μου.
-Και γιατί τόσκασε ρε εξυπνάκια τίποτα δεν της κάναμε.
-Θεός φυλάξει, όπως δεν κάνατε τίποτα στην ελευθερία στη δημοκρατία στην παναγία και στις μανάδες ούλου του κόσμου, αν τις πιάσετε στο στόμα σας ψάχνουνε τρούπα να χωθούνε, τραβάνε όπως και η αλήθεια για άλλα σύμπαντα και άλλους γαλαξίες, για μια σταλιά ανεχτικότητα παραπάνου.
*********************************************************************************
Και τώρα το άσχετο απ του λακαβίδι
Την μετά φωτιά εποχή, όταν βγήκαν οι γραφιάδες από τα καταφύγια και τις κρυψώνες τους, πήραν σβάρνα τα χωριά τα αποκαΐδια και τα ερείπια να κάνουν καταγραφή των ζημιών.
Πάνε στον πρώτο πυρόπληκτο και τον ρώτησαν για τις ζημιές του.
-Κάηκε το σπίτι μου, η στρούγκα με τα ζωντανά μου και το λιοστάσι.
Ο επικεφαλής διατάσσει γράψε ότι είπε ο κύριος
Πάνε στον δεύτερο.
-Κάηκε το αμπέλι μου οι αγελάδες μου και τα γαϊδούρια μου.
Γράφει ο υπάλληλος τις ζημιές
Πάνε σπίτι σπίτι.
Γράφουν , γράφουν όλη μέρα.
Στην άκρη του χωριού καθότανε ένας σε μιά πέτρα με σκυμμένο το κεφάλι και έκλαιγε.
-Γιατί κλαις ρε μπάρμπα ; μήπως σου κάηκε το σπίτι;
-Όχι.
-Σου καήκανε τα χωράφια;
-Όχι .
-Σου καήκανε τα ζωντανά
-Όχι.
-Ε τότενες ;
-Να μωρέ παλικάρια μ, κει που πολέμαγα ο δόλιος να σβήσου τις φουτιές, πιτάχτηκε απο μιά πεύκα που καιγόντανε, ένα αναμμένου κουκουνάρι και μούκαψ το δεξί παπάρ, είναι να μην κλαίου.
-Ειλικρινά λυπάμαι, καταλαβαίνω, μα τι... να γράψω, ο κατάλογος που ετοίμασε η υπηρεσία δεν αναφέρει πουθενά αρχ...... έτσι πράγμα.
Επέμενε ο μπάρμπας , αρνιότανε ο υπάλληλος και προσπάθαγε να του εξηγήσει, τίποτα, ανένδοτος ο μπάρμπας. Αποτάθηκαν στον υπεύθυνο για την ειδική περίπτωση, έξυσε την κούτρα του ο κύριος επικεφαλής μπας και κατεβάσει καμιά ιδέα,αλλά πού.
-Μπάρμπα δεν θέλω να σε απογοητεύσω μα συγγνώμη δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι.
Πήρε φωτιά ο γέρος κατέβασε όλο το εορτολόγιο τους στόλισε με κάθε είδους κοσμητικό επίθετο.....
-Εντάξει αφού επιμένει γράψε , γράψε του να πάρει ένα αρχίδι, έτσι κι αλλιώς , ούλοι τους αρχίδια θα πάρουνε